- Ἄκεσι
- Ἄκεσιςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄκεσι — ἄκεσις healing fem voc sg ἄκος cure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АКЕСИН — • Άκεσινης, 1. вероятно, та же река, которая иначе называется Άκις, на восточном берегу Сицилии. Thuc. 4, 25; 2. река индийской низменности Пенджаб, по древнеиндийски Asiknî èли Tschandrabhaga, н. Tschinab, со скалистым ложем и… … Реальный словарь классических древностей
αρχεσίμολπος — ἀρχεσίμολπος, ον (Α) (για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι (< αρχε *, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί μβροτος, αλγεσί θυμος, αλφεσί βοιος κ.ά.) + μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek